- ταυτοπρόσωπος
- -η, -ο, Ν(για σύνταξη) αυτός που παρουσιάζει ταυτοπροσωπία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)-* + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μακρο-πρόσωπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή … Dictionary of Greek
ταυτοπροσωπία — η, Ν γραμμ. α) (στην αρχ. ελλ.) είδος σύνταξης κατά την οποία το υποκείμενο τού ρήματος είναι υποκείμενο τού απαρεμφάτου ή τής μετοχής που εξαρτώνται από το ρήμα αυτό β) (στη νεοελλ.) σύνταξη κατά την οποία δύο ή περισσότερες προτάσεις έχουν το… … Dictionary of Greek